χρυσότερος

χρυσότερος
χρῡσότερος , χρυσότερος
more golden
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χρυσότερος — τέρα, ον, θηλ. και ιων. τ. έρη, Α (συγκριτ.) πιο χρυσός, πιο πολύτιμος κι από τον χρυσό («πολὺ πακτίδος ἁδυμελεστέρα, χρυσοῡ χρυσοτέρα», Σαπφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσός + κατάλ. τερος* τού συγκριτ. βαθμού] …   Dictionary of Greek

  • χρυσοτέρα — χρῡσοτέρᾱ , χρυσότερος more golden fem nom/voc/acc dual χρῡσοτέρᾱ , χρυσότερος more golden fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοτέρη — χρῡσοτέρη , χρυσότερος more golden fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”